ξεροκόμματο

ξεροκόμματο
τό
1) кусок чёрствого сухого хлеба; 2) перен. гроши, низкий заработок; 3) πλ. огрызки, объедки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεροκόμματο" в других словарях:

  • ξεροκόμματο — το 1. κομμάτι ξερού ψωμιού 2. στον πληθ. τα ξεροκόμματα τα περισσεύματα τού τραπεζιού, τα υπολείμματα τού γεύματος 3. μτφ. μη ικανοποιητική αμοιβή εργασίας, χαμηλό ημερομίσθιο («δουλεύει για ένα ξεροκόμματο») …   Dictionary of Greek

  • ξεροκόμματο — το 1. το ξερό κομμάτι ψωμιού. 2. στον πληθ., ξεροκόμματα περισσέματα του τραπεζιού. 3. μτφ., η χαμηλή αμοιβή εργασίας: Δουλεύει για ένα ξεροκόμματο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοθρής — ο, θηλ. κορθού 1. αυτός που ζητιανεύει ξεροκόμματα, ζητιάνος, ψωμοζήτης 2. ευτελής συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοθρί «ξεροκόμματο»] …   Dictionary of Greek

  • κοψίχη — κοψίχη, ἡ (AM) ξεροκόμματο για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ τού κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) + ψίχη, μεταπλασμένος τ. τού ψιξ, χός «κομμάτι ψωμιού»] …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»